αμήνυτος

αμήνυτος
-η, -ο (Α ἀμήνυτος, -ον) [μηνύω]
1. αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε
2. αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται ξαφνικά, απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσει την άφιξή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμήνυτος — not denounced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμήνυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν αναγγέλθηκε με μήνυμα: Θα πάω να τον δω αμήνυτος. 2. εκείνος που δε μηνύθηκε: Τον άφησε αμήνυτο, γι αυτό τώρα κοκορεύεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμήνυτον — ἀμήνυτος not denounced masc/fem acc sg ἀμήνυτος not denounced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμήνυτα — ἀμήνυτος not denounced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”